Ετυμολογία

επεξεργασία
προσμετρέω < προσ- + μετρέω < μέτρον

προσμετρέω

  1. προσμετρώ
  2. (ελληνιστική κοινή) κάνω πρόσθετη πληρωμή (σε είδος)