προσμέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσμέτρηση | οι | προσμετρήσεις |
γενική | της | προσμέτρησης* | των | προσμετρήσεων |
αιτιατική | την | προσμέτρηση | τις | προσμετρήσεις |
κλητική | προσμέτρηση | προσμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσμέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσμετρώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσμέτρηση