πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνυπολογισμός οι συνυπολογισμοί
      γενική του συνυπολογισμού των συνυπολογισμών
    αιτιατική τον συνυπολογισμό τους συνυπολογισμούς
     κλητική συνυπολογισμέ συνυπολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνυπολογισμός < συνυπολογίζω + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνυπολογισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία