προσμετρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσμετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσμετρώ
- θα προσμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσμετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσμετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσμέτρηση