immeasurable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- immeasurable < im- + measurable
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | immeasurable |
συγκριτικός | more immeasurable |
υπερθετικός | most immeasurable |
immeasurable (en)
παραθετικά | |
θετικός | immeasurable |
συγκριτικός | more immeasurable |
υπερθετικός | most immeasurable |
immeasurable (en)