ακαταμέτρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταμέτρητος < ελληνιστική κοινή ἀκαταμέτρητος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταμέτρητος
- που δεν έχει μετρηθεί ακόμα, αλλά μπορεί να μετρηθεί
- έχουμε ακόμη αρκετά ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια..../ το ακαταμέτρητο ρολόι της ΔΕΗ
- που πρακτικά δεν μπορεί να μετρηθεί, τεράστιος, άπειρος, αχανής
- η ακαταμέτρητη δύναμη του Θεού/ τα ακαταμέτρητα αστέρια
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταμέτρητα
- → δείτε τη λέξη καταμετρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία το μη μετρήσιμο
|