Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμμουδερός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμμουδερ
ός
η
αμμουδερ
ή
το
αμμουδερ
ό
γενική
του
αμμουδερ
ού
της
αμμουδερ
ής
του
αμμουδερ
ού
αιτιατική
τον
αμμουδερ
ό
την
αμμουδερ
ή
το
αμμουδερ
ό
κλητική
αμμουδερ
έ
αμμουδερ
ή
αμμουδερ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμμουδερ
οί
οι
αμμουδερ
ές
τα
αμμουδερ
ά
γενική
των
αμμουδερ
ών
των
αμμουδερ
ών
των
αμμουδερ
ών
αιτιατική
τους
αμμουδερ
ούς
τις
αμμουδερ
ές
τα
αμμουδερ
ά
κλητική
αμμουδερ
οί
αμμουδερ
ές
αμμουδερ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μια
αμμουδερή
παραλία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμμουδερός
<
αμμούδα
+
-ερός
Επίθετο
επεξεργασία
αμμουδερός, -ή, -ό
που έχει (
πολλή
)
άμμο
αμμουδερή
παραλία
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμμώδης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
άμμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμουδερός
αγγλικά
:
sandy
(en)
γαλλικά
: de
sable
(fr)
,
sablonneux
(fr)