sabbia
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sabbia | sabbie |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsabbia (it) θηλυκό
- η άμμος
Πηγές
επεξεργασία- sabbia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
ενικός | πληθυντικός |
sabbia | sabbie |
sabbia (it) θηλυκό