Ετυμολογία

επεξεργασία
frein < λατινική frenum

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frein freins

frein (fr)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία