Ετυμολογία

επεξεργασία
freinage < freiner

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
freinage freinages

freinage (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία