φρενάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρενάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια με την οποία κάποιος φρενάρει
- ο ήχος που ακούγεται από τα φρένα του αυτοκινήτου
- το ίχνος που μένει στην άσφαλτο από τα λάστιχα του αυτοκινήτου μετά από ένα απότομο φρενάρισμα