Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρενάρισμα τα φρεναρίσματα
      γενική του φρεναρίσματος των φρεναρισμάτων
    αιτιατική το φρενάρισμα τα φρεναρίσματα
     κλητική φρενάρισμα φρεναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρενάρισμα < φρενάρω < φρένο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρενάρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος φρενάρει
  2. ο ήχος που ακούγεται από τα φρένα του αυτοκινήτου
  3. το ίχνος που μένει στην άσφαλτο από τα λάστιχα του αυτοκινήτου μετά από ένα απότομο φρενάρισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία