άσφαλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.sfal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σφαλ‐τος
Ετυμολογία
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άσφαλτος | οι | άσφαλτοι |
γενική | της | ασφάλτου | των | ασφάλτων |
αιτιατική | την | άσφαλτο | τις | ασφάλτους |
κλητική | άσφαλτε (άσφαλτο) |
άσφαλτοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- άσφαλτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσφαλτος (το υλικό στερέωσης ώστε να μην σφάλλει, να μην καταρρέει) [1]
- δρόμος με άσφαλτο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική asphalte [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάσφαλτος θηλυκό (& λαϊκότροπο προφορικό αρσενικό)
- ημίρρευστο υλικό που αποτελεί υπόλειμμα από την απόσταξη πετρελαίου και με το οποίο επιστρώνονται οι επιφάνειες δρόμων
- ο δρόμος που είναι στρωμένος με τέτοιο υλικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- άσφαλτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσφαλτος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσφαλτος | η | άσφαλτη | το | άσφαλτο |
γενική | του | άσφαλτου | της | άσφαλτης | του | άσφαλτου |
αιτιατική | τον | άσφαλτο | την | άσφαλτη | το | άσφαλτο |
κλητική | άσφαλτε | άσφαλτη | άσφαλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσφαλτοι | οι | άσφαλτες | τα | άσφαλτα |
γενική | των | άσφαλτων | των | άσφαλτων | των | άσφαλτων |
αιτιατική | τους | άσφαλτους | τις | άσφαλτες | τα | άσφαλτα |
κλητική | άσφαλτοι | άσφαλτες | άσφαλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- άσφαλτος < μεσαιωνική ελληνική ἄσφαλτος < ἀ- + αρχαία ελληνική σφάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαάσφαλτος, -η, -ο
- που δεν σφάλλει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σφάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ άσφαλτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας