ασφαλτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφαλτώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀσφαλτῶ
Ρήμα
επεξεργασίαασφαλτώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασφαλτώνω | ασφάλτωνα | θα ασφαλτώνω | να ασφαλτώνω | ασφαλτώνοντας | |
β' ενικ. | ασφαλτώνεις | ασφάλτωνες | θα ασφαλτώνεις | να ασφαλτώνεις | ασφάλτωνε | |
γ' ενικ. | ασφαλτώνει | ασφάλτωνε | θα ασφαλτώνει | να ασφαλτώνει | ||
α' πληθ. | ασφαλτώνουμε | ασφαλτώναμε | θα ασφαλτώνουμε | να ασφαλτώνουμε | ||
β' πληθ. | ασφαλτώνετε | ασφαλτώνατε | θα ασφαλτώνετε | να ασφαλτώνετε | ασφαλτώνετε | |
γ' πληθ. | ασφαλτώνουν(ε) | ασφάλτωναν ασφαλτώναν(ε) |
θα ασφαλτώνουν(ε) | να ασφαλτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασφάλτωσα | θα ασφαλτώσω | να ασφαλτώσω | ασφαλτώσει | ||
β' ενικ. | ασφάλτωσες | θα ασφαλτώσεις | να ασφαλτώσεις | ασφάλτωσε | ||
γ' ενικ. | ασφάλτωσε | θα ασφαλτώσει | να ασφαλτώσει | |||
α' πληθ. | ασφαλτώσαμε | θα ασφαλτώσουμε | να ασφαλτώσουμε | |||
β' πληθ. | ασφαλτώσατε | θα ασφαλτώσετε | να ασφαλτώσετε | ασφαλτώστε | ||
γ' πληθ. | ασφάλτωσαν ασφαλτώσαν(ε) |
θα ασφαλτώσουν(ε) | να ασφαλτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασφαλτώσει | είχα ασφαλτώσει | θα έχω ασφαλτώσει | να έχω ασφαλτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασφαλτώσει | είχες ασφαλτώσει | θα έχεις ασφαλτώσει | να έχεις ασφαλτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασφαλτώσει | είχε ασφαλτώσει | θα έχει ασφαλτώσει | να έχει ασφαλτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασφαλτώσει | είχαμε ασφαλτώσει | θα έχουμε ασφαλτώσει | να έχουμε ασφαλτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασφαλτώσει | είχατε ασφαλτώσει | θα έχετε ασφαλτώσει | να έχετε ασφαλτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασφαλτώσει | είχαν ασφαλτώσει | θα έχουν ασφαλτώσει | να έχουν ασφαλτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφαλτώνω
→ δείτε τη λέξη ασφαλτοστρώνω |