Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαλτικός η ασφαλτική το ασφαλτικό
      γενική του ασφαλτικού της ασφαλτικής του ασφαλτικού
    αιτιατική τον ασφαλτικό την ασφαλτική το ασφαλτικό
     κλητική ασφαλτικέ ασφαλτική ασφαλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαλτικοί οι ασφαλτικές τα ασφαλτικά
      γενική των ασφαλτικών των ασφαλτικών των ασφαλτικών
    αιτιατική τους ασφαλτικούς τις ασφαλτικές τα ασφαλτικά
     κλητική ασφαλτικοί ασφαλτικές ασφαλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφαλτικός < άσφαλτος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ασφαλτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία