ασφαλτώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασφαλτώδης < αρχαία ελληνική ἀσφαλτώδης
Επίθετο επεξεργασία
ασφαλτώδης,-ης,-ες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άσφαλτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφαλτώδης
|
ασφαλτώδης,-ης,-ες
|