Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασφαλτοστρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασφαλτοστρωμέν
ος
η
ασφαλτοστρωμέν
η
το
ασφαλτοστρωμέν
ο
γενική
του
ασφαλτοστρωμέν
ου
της
ασφαλτοστρωμέν
ης
του
ασφαλτοστρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ασφαλτοστρωμέν
ο
την
ασφαλτοστρωμέν
η
το
ασφαλτοστρωμέν
ο
κλητική
ασφαλτοστρωμέν
ε
ασφαλτοστρωμέν
η
ασφαλτοστρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασφαλτοστρωμέν
οι
οι
ασφαλτοστρωμέν
ες
τα
ασφαλτοστρωμέν
α
γενική
των
ασφαλτοστρωμέν
ων
των
ασφαλτοστρωμέν
ων
των
ασφαλτοστρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ασφαλτοστρωμέν
ους
τις
ασφαλτοστρωμέν
ες
τα
ασφαλτοστρωμέν
α
κλητική
ασφαλτοστρωμέν
οι
ασφαλτοστρωμέν
ες
ασφαλτοστρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασφαλτοστρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασφαλτοστρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ασφαλτοστρωμένος, -η, -ο
στρωμένος
με
άσφαλτο
ασφαλτοστρωμένος
δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασφαλτοστρωμένος
γαλλικά
:
asphalté
(fr)