asfalto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asfalto | asfaltoj |
αιτιατική | asfalton | asfaltojn |
asfalto (eo)
- η άσφαλτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asfalto | asfaltoj |
αιτιατική | asfalton | asfaltojn |
asfalto (eo)