↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
      γενική του ασφαλτοστρώματος των ασφαλτοστρωμάτων
    αιτιατική το ασφαλτόστρωμα τα ασφαλτοστρώματα
     κλητική ασφαλτόστρωμα ασφαλτοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασφαλτόστρωμα < ασφαλτοστρώνω < άσφαλτος + στρώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασφαλτόστρωμα ουδέτερο

  • επίστρωμα από άσφαλτο
    πήρα τηλέφωνο στο δήμο, για να επιδιορθωθούν μερικές ζημιές στο ασφαλτόστρωμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία