ασφαλτόστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασφαλτόστρωμα < ασφαλτοστρώνω < άσφαλτος + στρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασφαλτόστρωμα ουδέτερο
- επίστρωμα από άσφαλτο
- πήρα τηλέφωνο στο δήμο, για να επιδιορθωθούν μερικές ζημιές στο ασφαλτόστρωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφαλτόστρωμα
|