braking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbraking (en)
- το φρενάρισμα
- ⮡ A braking sound was heard.
- Ακούστηκε ήχος φρεναρίσματος.
- ⮡ There were braking marks at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ⮡ A braking sound was heard.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbraking (en)