Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brake brakes

brake (en)

  1. το φρένο, μηχανισμός που επιβραδύνει ή σταματάει μια κίνηση
    ⮡  The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
    ⮡  I am stepping on the brake pedal.
    Πατώ το πεντάλ του φρένου.
  2. το φρένο, κάτι που επιβραδύνει ή σταματάει κάτι
    ⮡  They are trying to put the brakes on the development of trade unions.
    Προσπαθούν να βάλουν φρένο στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού.
ενεστώτας brake
γ΄ ενικό ενεστώτα brakes
αόριστος braked
παθητική μετοχή braked
ενεργητική μετοχή braking

brake (en)

  • φρενάρω, πατάω το φρένο ενός οχήματος για να μειώσω ταχύτητα ή να σταματήσω
    ⮡  He tried braking but couldn’t stop the car.
    Προσπάθησε να φρενάρει αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αυτοκίνητο.
    ⮡  Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
    Μη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν.
    ⮡  Airplanes use the air, in addition to the brakes of the wheels, to brake.
    Τα αεροπλάνα εκτός από τα φρένα των τροχών χρησιμοποιούν και τον αέρα για να φρενάρουν.