Δείτε επίσης: φρένες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρένο τα φρένα
      γενική του φρένου των φρένων
    αιτιατική το φρένο τα φρένα
     κλητική φρένο φρένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρένο < (άμεσο δάνειο) ιταλική freno < frenare < λατινική frenare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος freno < frenum (χαλινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρένο ουδέτερο

  1. μηχανισμός που ελαττώνει την ταχύτητα ενός αντικειμένου
  2. (μεταφορικά) κάτι που επιβραδύνει ή εμποδίζει την ανάπτυξη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία