τροχοπέδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχοπέδη < ελληνιστική κοινή τροχοπέδη < αρχαία ελληνική τροχός (< τρέχω) + πέδη (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική frein)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροχοπέδη θηλυκό
- μηχανισμός που επιβραδύνει την ταχύτητα τροχού που περιστρέφεται, ιδίως στο τρένο
- (μεταφορικά) το εμπόδιο ή ό,τι επιβραδύνει μια κατάσταση
Συγγενικά
επεξεργασία- τροχοπέδηση
- τροχοπεδώ
- → δείτε τις λέξεις τροχός, τρέχω και πέδη