πέδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέδη | οι | πέδες |
γενική | της | πέδης | των | (πεδών) |
αιτιατική | την | πέδη | τις | πέδες |
κλητική | πέδη | πέδες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέδη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέδη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐δη
- τονικό παρώνυμο: παιδί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέδη θηλυκό
- (λόγιο) μέσο επιβράδυνσης ή το σταμάτημα κινητού πράγματος (όπως οχήματος)
Εκφράσεις
επεξεργασία- σύστημα πέδησης
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέδη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds (από την ίδια ρίζα με τα πέζα και πούς (γενική: ποδ-ός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέδη θηλυκό
- αλυσίδα με την οποία δένονται τα πόδια ανθρώπου ή ζώου, για να εμποδιστεί η κίνησή του
- κόσμημα για τον αστράγαλο
- ⮡ «ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε χρυσεία»
Σύνθετα
επεξεργασία- -πέδη Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πέδη στο Βικιλεξικό
- Λέξεις σε -πέδη @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- πέδη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέδη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.