χειροπέδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροπέδα | ||
γενική | της | χειροπέδας | ||
αιτιατική | τη | χειροπέδα | ||
κλητική | χειροπέδα | |||
Ο πληθυντικός χειροπέδες, στο χειροπέδη. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροπέδα < χειροπέδη. Από τον πληθυντικό χειροπέδες πλάστηκε νέος ενικός σε -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροπέδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) οι χειροπέδες
- που λες, με βουτάει, μου φοράει τη χειροπέδα και με χώνει στη στενή
- το ίδιο αντικείμενο ή ίδιου σχήματος που χρησιμοποιείται για ερωτικά παιχνίδια
- κόσμημα , βραχιόλι σε σχήμα χειροπέδης