Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροπέδη οι χειροπέδες
      γενική της χειροπέδης
    αιτιατική τη χειροπέδη τις χειροπέδες
     κλητική χειροπέδη χειροπέδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροπέδη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροπέδη < χείρ + -ο- + πέδη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειροπέδη θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό χειροπέδες

  • το καθένα από τα δύο κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και φοριούνται από την αστυνομία στους καρπούς ενός κρατουμένου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία