Ετυμολογία

επεξεργασία
handcuff < hand + cuff

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
handcuff handcuffs

handcuff (en)

ενεστώτας handcuff
γ΄ ενικό ενεστώτα handcuffs
αόριστος handcuffed
παθητική μετοχή handcuffed
ενεργητική μετοχή handcuffing

handcuff (en)

  • περνάω χειροπέδες σε κάποιον
    ⮡  I handcuff somebody.
    Περνώ χειροπέδες σε κάποιον.