Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέδηση οι πεδήσεις
      γενική της πέδησης* των πεδήσεων
    αιτιατική την πέδηση τις πεδήσεις
     κλητική πέδηση πεδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πεδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέδηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέδηση θηλυκό

  • η μείωση της ταχύτητας ενός οχήματος από τον οδηγό του, το φρενάρισμα
    σύστημα πέδησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία