↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόφρενο τα αερόφρενα
      γενική του αερόφρενου των αερόφρενων
    αιτιατική το αερόφρενο τα αερόφρενα
     κλητική αερόφρενο αερόφρενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αερόφρενο < γαλλική aérofrein[1] (αερό- + φρένο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.eˈɾo.fɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρό‐φρε‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αερόφρενο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)