αερόφρενο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.eˈɾo.fɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρό‐φρε‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερόφρενο ουδέτερο
- Το σύστημα πέδησης με πεπιεσμένο αέρα που χρησιμοποιείται σε όλα τα οχήματα , αυτοκίνητα, αεροπλάνα κτλ για να φρενάρουν.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)