Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

airbrake < air + brake (μαρτυρείται από το 1846)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
airbrake airbrakes

airbrake (en)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. air brake στο λεξικό Merriam-Webster