ενικός         πληθυντικός  
rempart remparts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rempart (fr) αρσενικό

  1. το τείχος
  2. (στον πληθυντικό) περιοχή μιας πόλης ανάμεσα στα τείχη της και τις πιο κοντινές κατοικίες