φαλάκρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φαλάκρωσῐς | αἱ | φαλακρώσεις | ||||
γενική | τῆς | φαλακρώσεως | τῶν | φαλακρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | φαλακρώσει | ταῖς | φαλακρώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | φαλάκρωσῐν | τὰς | φαλακρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | φαλάκρωσῐ | φαλακρώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλακρώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλακρωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφαλάκρωσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η φαλάκρωση, η διαδικασία του φαλακραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε το αρχαίο φαλακρός
Πηγές
επεξεργασία- φαλάκρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.