ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαλάκρωσῐς αἱ φαλακρώσεις
      γενική τῆς φαλακρώσεως τῶν φαλακρώσεων
      δοτική τῇ φαλακρώσει ταῖς φαλακρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φαλάκρωσῐν τὰς φαλακρώσεις
     κλητική ! φαλάκρωσῐ φαλακρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλακρώσει
γεν-δοτ τοῖν  φαλακρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαλάκρωσις < φαλακρόω / φαλακρῶ + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαλάκρωσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία