Δείτε επίσης: φαλακροῦ, Φαλακρού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φαλακρού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του φαλακρός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (φαλακρό) του φαλακρός

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία