φαλακρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.laˈkra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐λα‐κρά
- τονικό παρώνυμο: φαλάκρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαλακρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (φαλακρό) του φαλακρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαλακρά [φᾰλακρᾰ] με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (φαλακρόν) του φαλακρός
φαλακρά [φᾰλακρᾱ] με μακρά κατάληξη