Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποψιλωμένος η αποψιλωμένη το αποψιλωμένο
      γενική του αποψιλωμένου της αποψιλωμένης του αποψιλωμένου
    αιτιατική τον αποψιλωμένο την αποψιλωμένη το αποψιλωμένο
     κλητική αποψιλωμένε αποψιλωμένη αποψιλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποψιλωμένοι οι αποψιλωμένες τα αποψιλωμένα
      γενική των αποψιλωμένων των αποψιλωμένων των αποψιλωμένων
    αιτιατική τους αποψιλωμένους τις αποψιλωμένες τα αποψιλωμένα
     κλητική αποψιλωμένοι αποψιλωμένες αποψιλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποψιλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποψιλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποψιλωμένος

  • στερημένος, απογυμνωμένος από κάτι
    αποψιλωμένη κυριότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία