σόφισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόφισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σόφισμα (αρχική σημασία: ικανότητα) < σοφίζομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈso.fi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σό‐φι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόφισμα ουδέτερο
- επιχείρημα ή συλλογισμός που, αν και φαίνεται σωστός, είναι λανθασμένος και γίνεται συνήθως με κακοπιστία με σκοπό την εξαπάτηση του συνομιλητή
- Επιχειρήματα που είναι αληθοφανή αλλά λανθασμένα, ο Αριστοτέλης τα αποκάλεσε σοφίσματα.
- ※ Λογική: Θεωρία και Πρακτική - Βιβλίο Μαθητή, 1.Σύντομη Ιστορία της Λογικής, Γ' ΤΑΞΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ. Πρόσβαση 2020-02-26
- Επιχειρήματα που είναι αληθοφανή αλλά λανθασμένα, ο Αριστοτέλης τα αποκάλεσε σοφίσματα.
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σοφίζομαι και σοφός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σόφισμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σόφισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σόφισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σόφισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σόφισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.