σοφιστεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοφιστεύομαι < αρχαία ελληνική σοφιστεύομαι
Ρήμα
επεξεργασίασοφιστεύομαι (αποθετικό ρήμα, μόνο στον ενεστώτα)
- υιοθετώ σοφίσματα στον λόγο μου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σόφισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοφιστεύομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σοφιστεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.