Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφιστεύομαι < αρχαία ελληνική σοφιστεύομαι

σοφιστεύομαι (αποθετικό ρήμα, μόνο στον ενεστώτα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα