σοφίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοφίζομαι < αρχαία ελληνική σοφίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος σοφίζω < σοφός
Ρήμα
επεξεργασίασοφίζομαι
- (λόγιο) βρίσκω ή δημιουργώ με τη σκέψη ή τη φαντασία μου κάτι, για να εντυπωσιάσω ή να ξεφύγω από δύσκολη θέση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σοφίζομαι | σοφιζόμουν(α) | θα σοφίζομαι | να σοφίζομαι | ||
β' ενικ. | σοφίζεσαι | σοφιζόσουν(α) | θα σοφίζεσαι | να σοφίζεσαι | (σοφίζου) | |
γ' ενικ. | σοφίζεται | σοφιζόταν(ε) | θα σοφίζεται | να σοφίζεται | ||
α' πληθ. | σοφιζόμαστε | σοφιζόμαστε σοφιζόμασταν |
θα σοφιζόμαστε | να σοφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σοφίζεστε | σοφιζόσαστε σοφιζόσασταν |
θα σοφίζεστε | να σοφίζεστε | (σοφίζεστε) | |
γ' πληθ. | σοφίζονται | σοφίζονταν σοφιζόντουσαν |
θα σοφίζονται | να σοφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σοφίστηκα | θα σοφιστώ | να σοφιστώ | σοφιστεί | ||
β' ενικ. | σοφίστηκες | θα σοφιστείς | να σοφιστείς | σοφίσου | ||
γ' ενικ. | σοφίστηκε | θα σοφιστεί | να σοφιστεί | |||
α' πληθ. | σοφιστήκαμε | θα σοφιστούμε | να σοφιστούμε | |||
β' πληθ. | σοφιστήκατε | θα σοφιστείτε | να σοφιστείτε | σοφιστείτε | ||
γ' πληθ. | σοφίστηκαν σοφιστήκαν(ε) |
θα σοφιστούν(ε) | να σοφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σοφιστεί | είχα σοφιστεί | θα έχω σοφιστεί | να έχω σοφιστεί | σοφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σοφιστεί | είχες σοφιστεί | θα έχεις σοφιστεί | να έχεις σοφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σοφιστεί | είχε σοφιστεί | θα έχει σοφιστεί | να έχει σοφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σοφιστεί | είχαμε σοφιστεί | θα έχουμε σοφιστεί | να έχουμε σοφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σοφιστεί | είχατε σοφιστεί | θα έχετε σοφιστεί | να έχετε σοφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σοφιστεί | είχαν σοφιστεί | θα έχουν σοφιστεί | να έχουν σοφιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοφίζομαι