Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφίζομαι < αρχαία ελληνική σοφίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος σοφίζω < σοφός

σοφίζομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία