εντυπωσιάσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εντυπωσιάσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντυπωσιάζω
- θα εντυπωσιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντυπωσιάζω
εντυπωσιάσω