Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαρφίζομαι < (ελληνιστική κοινή) σκαριφάομαι, ῶμαι

σκαρφίζομαι

  • (οικείο) επινοώ, σκέφτομαι κάτι πρωτότυπο για να δώσω λύση σε ένα πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία