Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαρφίζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαρφίζομαι
< (
ελληνιστική κοινή
)
σκαριφάομαι, ῶμαι
Ρήμα
επεξεργασία
σκαρφίζομαι
(
οικείο
)
επινοώ
,
σκέφτομαι
κάτι πρωτότυπο για να δώσω λύση σε ένα πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα
Συγγενικά
επεξεργασία
σκαρίφημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαρφίζομαι
αγγλικά
:
επινοώ, εφευρίσκω ψέματα
:
invent
(en)
γαλλικά
:
inventer
(fr)