σκαριφάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκαριφάομαι
- ξύνω, χαράζω, σκάβω, σκαλίζω, γράφω πάνω σε κάποιο σώμα μια λεπτή χαραγή, σχεδιάζω επιπολαίως, σκιαγραφώ
Συγγενικά
επεξεργασία- σκαριφισμός (έτσι χαρακτηρίζονται από τον Αριστοφανη στους "Βατράχους" οι διαλέξεις των φιλοσόφων = "λένε ό,τι τους κατεβάσει ο νους τους"
- σκαρίφημα