σκαριφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαριφισμός < αρχαία ελληνική σκᾰρῑφισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαριφισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του σκαρίφημα
- άλλη μορφή του σκαριφησμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαριφισμός
|
σκαριφισμός αρσενικό
|