Δείτε επίσης: σκαριφισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαριφησμός οι σκαριφησμοί
      γενική του σκαριφησμού των σκαριφησμών
    αιτιατική τον σκαριφησμό τους σκαριφησμούς
     κλητική σκαριφησμέ σκαριφησμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαριφησμός < αρχαία ελληνική σκαριφησμός < σκαριφάομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαριφησμός αρσενικό

  1. άλλη μορφή του σκαριφισμός, το σκαρίφημα
  2. (ιατρική) το ελαφρό χάραγμα του δέρματος, συνήθως χωρίς πρόκληση αιμορραγίας, για έλεγχο αλλεργικών αντιδράσεων, εμβολιασμό κ.λπ.
  3. (ανθρωπολογία) το χάραγμα του δέρματος, ιδίως στο πρόσωπο, που γίνεται με τελετουργικό τρόπο από μέλη αφρικάνικων ή άλλων φυλών για κοινωνικούς ή άλλους λόγους

  Μεταφράσεις επεξεργασία