τουρλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρλώνω < μεσαιωνική ελληνική τρουλλόω[1] < τροῦλος / τροῦλλος < λατινική trulla (κουτάλα, μικρό αγγείο) < trua + -ella
Ρήμα
επεξεργασίατουρλώνω , πρτ.: τούρλωνα, στ.μέλλ.: θα τουρλώσω, αόρ.: τούρλωσα, παθ.φωνή: τουρλώνομαι, μτχ.π.π.: τουρλωμένος
- (οικείο) (για την κοιλιά ή τα οπίσθια) προτείνω ή προεκτείνω, ώστε να πάρει περίπου σφαιρικό σχήμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- την τουρλώνω: τρώω πολύ καλά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τουρλώνω | τούρλωνα | θα τουρλώνω | να τουρλώνω | τουρλώνοντας | |
β' ενικ. | τουρλώνεις | τούρλωνες | θα τουρλώνεις | να τουρλώνεις | τούρλωνε | |
γ' ενικ. | τουρλώνει | τούρλωνε | θα τουρλώνει | να τουρλώνει | ||
α' πληθ. | τουρλώνουμε | τουρλώναμε | θα τουρλώνουμε | να τουρλώνουμε | ||
β' πληθ. | τουρλώνετε | τουρλώνατε | θα τουρλώνετε | να τουρλώνετε | τουρλώνετε | |
γ' πληθ. | τουρλώνουν(ε) | τούρλωναν τουρλώναν(ε) |
θα τουρλώνουν(ε) | να τουρλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τούρλωσα | θα τουρλώσω | να τουρλώσω | τουρλώσει | ||
β' ενικ. | τούρλωσες | θα τουρλώσεις | να τουρλώσεις | τούρλωσε | ||
γ' ενικ. | τούρλωσε | θα τουρλώσει | να τουρλώσει | |||
α' πληθ. | τουρλώσαμε | θα τουρλώσουμε | να τουρλώσουμε | |||
β' πληθ. | τουρλώσατε | θα τουρλώσετε | να τουρλώσετε | τουρλώστε | ||
γ' πληθ. | τούρλωσαν τουρλώσαν(ε) |
θα τουρλώσουν(ε) | να τουρλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τουρλώσει | είχα τουρλώσει | θα έχω τουρλώσει | να έχω τουρλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τουρλώσει | είχες τουρλώσει | θα έχεις τουρλώσει | να έχεις τουρλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τουρλώσει | είχε τουρλώσει | θα έχει τουρλώσει | να έχει τουρλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τουρλώσει | είχαμε τουρλώσει | θα έχουμε τουρλώσει | να έχουμε τουρλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τουρλώσει | είχατε τουρλώσει | θα έχετε τουρλώσει | να έχετε τουρλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τουρλώσει | είχαν τουρλώσει | θα έχουν τουρλώσει | να έχουν τουρλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουρλώνω
|
- ↑ τρουλλόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)