Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρλώνω < μεσαιωνική ελληνική τουρλώνω

  Ρήμα επεξεργασία

τουρλώνω , πρτ.: τούρλωνα, στ.μέλλ.: θα τουρλώσω, αόρ.: τούρλωσα, παθ.φωνή: τουρλώνομαι, μτχ.π.π.: τουρλωμένος

  • (οικείο) (για την κοιλιά ή τα οπίσθια) προτείνω ή προεκτείνω ώστε να πάρει περίπου σφαιρικό σχήμα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • την τουρλώνω: τρώω πολύ καλά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία