Ετυμολογία

επεξεργασία
τουρλώνω < μεσαιωνική ελληνική τρουλλόω[1] < τροῦλος / τροῦλλος < λατινική trulla (κουτάλα, μικρό αγγείο) < trua +‎ -ella

τουρλώνω , πρτ.: τούρλωνα, στ.μέλλ.: θα τουρλώσω, αόρ.: τούρλωσα, παθ.φωνή: τουρλώνομαι, μτχ.π.π.: τουρλωμένος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • την τουρλώνω: τρώω πολύ καλά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τρουλλόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)