τρουλοσκεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρουλοσκεπής | η | τρουλοσκεπής | το | τρουλοσκεπές |
γενική | του | τρουλοσκεπούς* | της | τρουλοσκεπούς | του | τρουλοσκεπούς |
αιτιατική | τον | τρουλοσκεπή | την | τρουλοσκεπή | το | τρουλοσκεπές |
κλητική | τρουλοσκεπή(ς) | τρουλοσκεπής | τρουλοσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρουλοσκεπείς | οι | τρουλοσκεπείς | τα | τρουλοσκεπή |
γενική | των | τρουλοσκεπών | των | τρουλοσκεπών | των | τρουλοσκεπών |
αιτιατική | τους | τρουλοσκεπείς | τις | τρουλοσκεπείς | τα | τρουλοσκεπή |
κλητική | τρουλοσκεπείς | τρουλοσκεπείς | τρουλοσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρουλοσκεπής, -ής, -ές
- που έχει στην στέγη του τρούλο (όρος για βυζαντινούς ναούς κυρίως)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρουλοσκεπής
|