-κράτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -κράτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κράτωρ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κρά‐το‐ρας
Επίθημα επεξεργασία
-κράτορας αρσενικό (θηλυκό -κράτειρα ή -κρατόρισσα)
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν άτομο με εξουσία ή άτομο το οποίο κατέχει κάτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-κράτορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -κράτορας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)