Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλειδοκράτορας οι κλειδοκράτορες
      γενική του κλειδοκράτορα των κλειδοκρατόρων
    αιτιατική τον κλειδοκράτορα τους κλειδοκράτορες
     κλητική κλειδοκράτορα κλειδοκράτορες
Δείτε επίσης, και το αρχαίο «κλειδοκράτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειδοκράτορας < κλειδοκράτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλειδοκράτορας αρσενικό

  • που έχει/κρατάει το κλειδί ή τα κλειδιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία