θαλασσοκράτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαλασσοκράτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαλασσοκράτωρ, από την αιτιατική ενικού «τὸν θαλασσοκράτορα». Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κράτορας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θa.la.soˈkɾa.to.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐κρά‐το‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλασσοκράτορας αρσενικό (θηλυκό θαλασσοκράτειρα ή λογοτεχνικό θαλασσοκρατόρισσα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις θάλασσα και κράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλασσοκράτορας
|
Πηγές επεξεργασία
- θαλασσοκράτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θαλασσοκράτορας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)