θαλασσοκράτειρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαλασσοκράτειρα < θηλυκό του θαλασσοκράτωρ < θάλασσα + κρατώ (εξουσιάζω) - βλέπε και αυτοκράτειρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλασσοκράτειρα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλασσοκράτειρα
|