Ετυμολογία

επεξεργασία
μανδάτωρ < λατινική mandator-oris (στα λατινικά σήμαινε ανά εποχές το άτομο που μετέφερε διοικητικές διαταγές αλλά και τον μεσολαβητή σε δανεισμούς ή και τον συμβαλλόμενο σε σύναψη συμβολαίου)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανδάτωρ αρσενικό και μαντάτωρ (γενική του μαντατόρου και μανδατόρου και μανδάτωρος)

  1. (ιστορία, αξίωμα) ο μαντάτορας, ανώτερος υπάλληλος της αυλής του Βυζαντίου, ο οποίος μετέφερε τις βασιλικές εντολές και συνόδευε πάντα τον αυτοκράτορα στις δημόσιες μετακινήσεις του
  2. (ιστορία) είδος λοχία του στρατού, που μετέφερε εντολές (συχνά πολύγλωσσος για να μεταφράζει τις εντολές στις γλώσσες που μιλούσαν οι ποικίλης καταγωγής στρατιώτες του βυζαντινού στρατού)
  3. ο αγγελιοφόρος
    μανδάτωρες, οἱ τά μανδᾶτα τῶν ἀρχόντων ὀξέως διακομίζοντες
  4. ο μηνυτής σε δίκη αλλά και ο ανεπίσημα καταγγέλλων, ο μαντατευτής, εκείνος που "καρφώνει" , ο πληροφοριοδότης
  5. ο ντελάλης, ο κήρυκας (π.χ. στον Ιππόδρομο του Βυζαντίου)

Συγγενικά

επεξεργασία