↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγλωσσος η πολύγλωσση το πολύγλωσσο
      γενική του πολύγλωσσου της πολύγλωσσης του πολύγλωσσου
    αιτιατική τον πολύγλωσσο την πολύγλωσση το πολύγλωσσο
     κλητική πολύγλωσσε πολύγλωσση πολύγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγλωσσοι οι πολύγλωσσες τα πολύγλωσσα
      γενική των πολύγλωσσων των πολύγλωσσων των πολύγλωσσων
    αιτιατική τους πολύγλωσσους τις πολύγλωσσες τα πολύγλωσσα
     κλητική πολύγλωσσοι πολύγλωσσες πολύγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πολύγλωσσος < πολύς + γλώσσα

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύγλωσσος, -η, -ο

  1. που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες
  2. που παρουσιάζει ένα κείμενο σε πολλές ξένες γλώσσες
    πολύγλωσσο λεξικό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία