πολύγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες
- που παρουσιάζει ένα κείμενο σε πολλές ξένες γλώσσες
- πολύγλωσσο λεξικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύγλωσσος